- ἀνθυπαλλαγῇ
- ἀνθυπαλλάσσωsubstituteaor subj pass 3rd sgἀνθυπαλλαγήsubstitution of one case for anotherfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθυπαλλαγή — ἀνθυπαλλαγή, η (Α) η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο) … Dictionary of Greek
ἀνθυπαλλαγή — substitution of one case for another fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπαλλαγήν — ἀνθυπαλλαγή substitution of one case for another fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυπαλλάσσω — ἀνθυπαλάσσω (και ττω) (Α) 1. αντικαθιστώ 2. εναλλάσσω τις πτώσεις (βλ. ανθυπαλλαγή) 3. (μέσ., σσο μαι) παίρνω ως αντάλλαγμα 4. παθ. αποδίδεται στην εναλλαγή των εγκλίσεων των ρημάτων … Dictionary of Greek
ἀνθυπαλλαγάς — ἀνθυπαλλαγά̱ς , ἀνθυπαλλαγή substitution of one case for another fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)